Κυμαίων

Κυμαίων
Κυμαῖος
fem gen pl
Κυμαῖος
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… …   Dictionary of Greek

  • σίδη — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαιότατη πόλη και λιμάνι της Πελοποννήσου στη Λακωνία, μετά το ακρωτήριο Μαλέα. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες του Παυσανία πήρε το όνομά της από μια Δαναΐδα, προς τιμή της οποίας ιδρύθηκε. Ταυτίζεται με το σημερινό χωριό …   Dictionary of Greek

  • φιλοκύμαιος — ον, Α φίλος τών Κυμαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Κυμαῖος (< Κύμη)] …   Dictionary of Greek

  • Ιέρων — I Όνομα δύο τυράννων των Συρακουσών. 1. Ι. Α’ (; – 467 π.Χ.). Τύραννος των Συρακουσών (478 467 π.Χ.). Ήταν νεότερος αδελφός του Γέλωνα, από τον οποίο παρέλαβε αρχικά τη διακυβέρνηση της Γέλας και αργότερα τον διαδέχθηκε. Το 474 π.Χ. εγκατέστησε… …   Dictionary of Greek

  • Περιήρης — I Ένας από τους αρχηγούς (ο άλλος ήταν ο Κραταιμένης) των Χαλκιδαίων και των Κυμαίων της Ιταλίας. Ίδρυσαν το 725 π.Χ. στη Σικελία την αποικία Ζάγκλη (ζάγκλο = δρεπάνι), που την ονόμασαν έτσι γιατί το φυσικό λιμάνι της είχε σχήμα δρεπανιού. II… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”